- ανεμοχάλαζο
- τοδυνατός αέρας με χαλάζι: Το ανεμοχάλαζο έκανε μεγάλες ζημιές στα φρούτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.